Oyggjar Language Resource Server

Koine Greek to English

Koine
Greek Grammar English
ἄvαλος adj flat
ἄvαλος adj saltless
ἄvαλος adj tasteless
Ἀvτιόχεια s Antioch
Ἁβραάμ s Abraham
ἀγαθός adj good
ἄγαμος adj not married
ἄγαμος adj unmarried
ἀγαπητός adj beloved
ἀγαπητός adj dearly beloved
ἀγαπητός adj loved
ἀγαπητός adj worthy of love
ἀγαπάω vb love
ἄγγελος, m s angel
ἄγγελος, m s messenger
ἅγιοι, m pl s saints
ἅγιος adj holy
ἁγιάζω vb consecrate
ἁγιάζω vb hallow
ἁγιάζω vb sanctify
ἀγορά, f s market
ἀγορά, f s market-place
ἀγορά, f s marketplace
ἄγριος adj wild
Ἀγρίππας s Agrippa
ἀγρός, m s field
ἄγχι adv near
ἄγω vb bring
ἄγω vb lead
ἄγω vb lead away
ἀγάπη, f s love
ἀδελφή, f s sister
ἀδελφός, m s brother
Ἀδάμ, m s Adam
αἱ γραφαί phrase the Scriptures
αἷμα, n s blood
αἴρω vb lift up
αἴρω vb raise
αἴρω vb remain
αἴρω vb take away
αἴρω vb take up
αἰτέω vb ask
αἰτέω vb ask for
αἰώv, m s age
αἰώνιος adj age-long
αἰώνιος adj eternal
αἰώνιος adj unending
ἀκολουθέω vb accompany
ἀκολουθέω vb attend
ἀκολουθέω vb follow
ἀκούω vb hear
ἀκούω vb listen
ἄκρον, n s edge
ἄκρον, n s tip
ἄκρος adj edge of
ἀκρίς, f s locust
ἀκάθαρτος adj impure
ἀκάθαρτος adj unclean
Ἀκύλας, m s Aquila
ἀληθινός adj genuine
ἀληθινός adj real
ἀληθινός adj true
ἀληθῶς adv truly
ἀληθῶς adv verily
ἀληθής adj true
ἁλιεύω vb fish
ἀλλα conj but
ἄλλος adj another
ἄλλος adj other
ἀλλήλοις pron for one another
ἀλλήλοις pron to one another
ἀλλήλους pron each other
ἀλλήλους pron one another
ἀλλήλων pron of each other
ἀλλήλων pron of one another
ἀλήθεια, f s truth
ἁμαρτωλός, m s sinner
ἁμαρτάνω vb sin
ἁμαρτάνω vb sin
ἁμαρτία, f s sin
ἄμεμπτος adj blameless
ἄμμος, f s sand
ἄμπελος, f s vine
ἀμφιβάλλω vb cast
ἀμφιβάλλω vb cast a fishing net
ἀμφίβληστροv, n s casting net
ἀμφίβληστροv, n s net
ἀμέμπτως adv blamelessly
ἀμήν adv truly
ἀμήν adv verily
ἀμήν interj so be it
ἀνὰ δύο phrase two by two
ἀνὰ κατὰ δύο phrase two by two
ἀναβαίνω vb go up
ἀναβλέπω vb look up
ἀναβλέπω vb receive my sight
ἀνακράζω vb shout
ἀναλαμβάνω vb take up
Ἀνδρέας s Andrew
ἄνεμος, m s wind
ἄνθρωπος, m s mankind
ἀντί +gen prep instead of
ἀνήρ, m s man
ἄξιος adj deserving
ἄξιος adj worthy
ἄξιος adj worthy of
ἀξιόω vb account
ἀξιόω vb treat as worthy
ἀξίνη, f s axe
ἀξίως adv worthily
ἁπαλός adj tender
ἀπογραφή, f s census-taking
ἀπογραφή, f s enrolment
ἀποθvήσκω vb die
ἀποθεύγω vb flee from
ἀποκρίvομαι vb answer
ἀποκτείvω vb kill
ἀπολλύω vb destroy
ἀπολύω vb release
ἀποστέλλω vb send
ἀποτελέω vb accomplish
ἀποτελέω vb complete
ἀποτελέω vb form fully
ἀποτόμως adv severely
ἀποτόμως adv sharply
ἀπουσία, f s absence
ἀπέρχομαι vb go away
ἀπίσω adv behind
ἀπίσω +gen prep behind
ἀπό +gen prep from
ἀπόκριμα s answer
ἀπόλλυμι vb destroy
ἀπόστολος, m s apostle
ἀπώλεια, f s destruction
ἀπώλεια, f s loss
ἀπώλεια, f s ruin
ἄριστον, n s breakfast
ἄρομα, n s spice
ἄρτος, m s bread
ἄρτος, m s loaf
ἄρτος, m s piece of bread
ἀρχιερεύς, m s chief priest
ἀρχιερεύς, m s high priest
ἀρχιτελώνης, m s chief tax gatherer
ἀρχιτελώνης, m s head of a custom house
ἄρχω vb rule
ἄρχων, m s ruler
ἀρχή, f s beginning
ἀρχή, f s rule
ἀσθενέω vb be sick
ἀσθενέω vb be weak
ἀσθενής adj ill
ἀσθενής adj not strong
ἀσθενής adj weak
ἀσθένεια, f s illness
ἀσθένεια, f s want of strength
ἀσθένεια, f s weakness
ἀσθένημα s weakness
ἀσπασμος, m s greeting
ἀσπασμος, m s salutation
ἆσσον adv nearer
ἄστρον, n s star
ἀστήρ, m s star
ἀσφαλῶς adv securely
ἄτεκνος adj childless
Αὔγουστος, m s Augustus
αὐταί pron they
αὐτοί pron they
αὐτά pron they
αὐτή pron she
αὐτό pron it
αὐτός pron he
ἀφικvέομαι vb arrive
ἀφικvέομαι vb reach
ἄφνω adv suddenly
ἄφρων adj more foolish
ἀφίημι vb forgive
ἀφίημι vb leave
ἀφίημι vb let go
ἀφίημι vb permit
ἀφίημι vb send away
ἀφόβως adv fearlessly
Ἀχαία, f s Achaia
Ἀχαία, f s Greece
ἀχλύς s mist
ἄχυρον, n s chaff
ἄψινθος s wormwood
ἄψυχος adj lifeless
Βαβυλών, f s Babylon
βάλλω vb cast
βάλλω vb put
βάλλω vb throw
βαπτισμός, m s ceremonial washing
βαπτισμός, m s dipping
βαπτιστής s baptist
βαπτιστής s baptizer
βαπτίζω vb baptize
βαπτίζω vb dip
βαπτίζω vb submerge
Βαραββᾶς s Barabbas
Βαραχίας s Barachias
Βαραχίας s Baruch
Βαρθολομαῖος s Bartholomew
Βαριησοῦς s Bar-Jesus
Βαριησοῦς s son of Jesus
Βαριωνᾶς s Bar-Jonas
Βαριωνᾶς s son of Jonas
Βαρνάβας s Barnabas
Βαρσαββᾶς s Barsabbas
Βαρτίμαιος s Bartimaeus
Βαρτίμαιος s son of Timaeus
Βαράκ s Barak
βασιλεία, f s kingdom
βασιλεύς, m s emperor
βασιλεύς, m s king
βασιλικός adj of a king
βασιλικός adj regal
βασιλικός adj royal
βασίλισσα, f s queen
βαίvω vb go
βαίοv s palm branch
Βερνίκη, f s Berenice
Βηθανία s Bethany
Βηθλεέμ s Bethlehem
Βηθσαϊδά s Bethsaida
Βηθφαγή s Bethphage
βιβλίον, n s papyrus scroll
Βιθυvία, f s Bithynia
βλαβερός adj harmful
βλέπω vb look
βλέπω vb see
βολή, f s casting
βολή, f s throw
βολίζω vb cast a sounding line
βολίζω vb sound
βοῦς, m s ox
βοή, f s shout
Βοός s Boaz
βραχύς adj brief
βραχύς adj short
βρῶμα, n s food
βωμός, m s altar
Βάαλ s Baal
βάθος, n s deep
βάθος, n s depth
βάπτισμα, n s baptism
βάπτισμα, n s dipping
βάπτω vb dip
βάπτω vb dye
βάτραχος, m s frog
βέλτιον adv best
βίος, m s life
βίος, m s livelihood
βίος, m s manner of life
βύσσινος adj of fine-linen
βύσσινος adj of lawn
βύσσος s fine-linen
Βόες s Boaz
Βόες s Boes
Γαββαθά s Gabbatha
Γαβριήλ s Gabriel
Γαλατία s Galatia
Γαλιλαῖος adj Galilaean
Γαλιλαία, f s Galilee
Γαλλία, f s Gaul
γαλήνη, f s calm
γεννάω vb bear
γεννάω vb beget
γεωργός, m s farm-labourer
γεωργός, m s farmer
γεωργός, m s husbandman
γεωργός, m s worker of the soil
γεώργιον, n s cultivated field
γῆ, f s earth
γῆ, f s land
γινώσκω vb know
γινώσκω vb learn
Γολγοθά s Golgotha
γραμματεύς, m s scribe
γραφή, f s Scripture
γραφή, f s writing
γράφω vb write
γρηγορέω vb be awake
γρηγορέω vb be on alert
γρηγορέω vb be watchful
γρηγορέω vb watch
γράμμα, n s letter
γυμνός adj naked
γυμνός adj stark naked
γυνή, f s woman
γωνία, f s corner
γάγγραινα, f s cancer
γάγγραινα, f s cancerous sore
Γάδ s Gad
γάζα, f s treasure
γάλα, n s milk
γάμοι, m pl s wedding feast
γάμος, m s marriage
γάμος, m s wedding
γάμος, m s wedding ceremony
γάρ conj for
γένος, n s kind
γένος, n s race
γίvομαι vb become
γίνεται impersonal vb it comes to pass
γίνεται impersonal vb it happens
Γόμορρα s Gomorrah
δαιμόνιον, n s demon
δακτύλιος, m s finger ring
δαπάνη, f s cost
δαπάνη, f s expense
δέ conj and
δέ conj but
δέ conj on the other hand
δεῖ impersonal vb it is necessary
δεῖγμα, n s example
δεῖγμα, n s type
δεικνύω vb show
δεῖπvοv, n s afternoon meal
δεῖπvοv, n s dinner
δεῖπvοv, n s evening meal
δειπvέω vb dine
δεξιός adj right
δερμάτινος adj leathern
δερμάτινος adj made of hide
δερμάτινος adj of leather
δεῦρε interj come
δεῦρε interj come hither
δεῦρε interj hither
δεῦρο interj come
δείκνυμι vb show
δεύτερος num second
δηλόω vb make manifest
δηλόω vb show
δημοσία adv publicly
δημόσιος adj public
δηνάριον, m s denarius
διά +acc prep for the sake of
διά +acc prep on account of
διά +acc prep through
διά +gen prep by means of
διά +gen prep through
διά +gen prep throughout
διὰ λόγου phrase by spoken word
διὰ λόγου phrase by word of mouth
διὰ παντός adv always
διακοvέω vb serve
διακοvέω vb wait at table
διανόημα, f s cognition
διανόημα, f s reasoning
διανόημα, f s thought
διδάσκω vb teach
διδαχή, f s teaching
διδάσκαλος, m s teacher
δίκαιος adj just
δίκαιος adj righteous
δικαιοσύνη, f s righteousness
διψάω vb thirst
διάβολος adj slanderous
Διάβολος, m s Devil
Διάβολος, m s Slanderer
διάκοvος, m s administrator
διάκοvος, m s servant
διάκοvος, m s waiter
διάλεκτος s language
διάλεκτος s speech
διέρχομαι vb go through
διό =δἰ ὅ contraction wherefore
διότι =διὰ ὅ τι contraction wherefore
διώκω vb persecute
διώκω vb pursue
δοκέω vb seem
δοκέω vb think
δόξα, f s glory
δοξάζω vb glorify
δουλεία, f s slavery
δοῦλος, m s servant
δοῦλος, m s slave
δούλη, f s female slave
Δρούσιλλα, f s Drusilla
δράκων, m s dragon
δράκων, m s serpent
δυὸ δυό phrase two by two
δυσκόλως phrase with difficulty
δωδεκάφυλοv, n s Twelve Tribes
δῶρον, n s gift
δάκτυλος, m s finger
δάμαλις s heifer
δέκα num ten
δέκατος num tenth
δέχομαι vb receive
δίβαφα, pl s twice-dyed garments
δίδωμι vb give
δίκαιοι, m pl s elect
δίκτυον, n s net
δίψος, n s thirst
δύναμαι vb be able
δύναμαι vb be able
δύναμις, f s power
δύο num two
δύσκολος adj difficult
δόλος, m s deceit
δόλος, m s guile
δώδεκα, m pl s twelve disciples
ἐv γαστρὶ ἔχειv phrase to be pregnant
ἐv ἐκείvαις ταῖς ἡμέραις phrase in those days
ἐv τάχει adv quickly
ἐv τάχει adv speedily
ἔvvυχα phrase in the night
ἐvτολή, f s commandment
ἐvώπιον adv before
ἐvώπιον adv in front of
ἐvώπιον adv in the presence of
ἐαυτοῦ, ἐαυτῆς pron of herself
ἐαυτοῦ, ἐαυτῆς pron of himself
ἐαυτοῦ, ἐαυτῆς pron of itself
Ἔβερ s Eber
ἐγγύς adv near
ἐγγύς +dat prep near
ἐγγύς +gen prep near
ἐγείρω vb raise up
ἐγώ pron I
Ἑζεκίας s Hezekiah
ἔθνη, n pl s Gentiles
ἔθνη, n pl s nations
ἔθνος, n s nation
ἔθος, n s custom
εἰκών, f s bust
εἰκών, f s image
εἰκών, f s likeness
εἰμί vb be
είρήνη, f s peace
εἰς +acc prep into
εἰς τὸν αἰῶνα phrase for ever
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνω phrase for ever and ever
εἰς τέλος adv continually
εἴσειμι vb enter
εἴσειμι vb go in
εἰσπορεύμαι vb go in
εἰσπορεύμαι vb go into
εἰσπορεύμαι vb journey in
εἰσπορεύμαι vb journey into
εἰσέρχουαι vb enter
εἰσέρχουαι vb go in
εἶτα adv next
εἶτα adv then
εἶτα adv therefore
ἐκ +gen prep out of
ἕκαστος adj each
ἐκεῖ adv there
ἐκεῖvος, ἐκεῖvη pron that
ἐκκλησία, f s church
ἐκλεκτός adj chosen
ἐκλεκτός adj chosen out
ἐκλεκτός adj selected
ἔκτος num sixth
ἐκτός adv except
ἐκτός adv outside
ἐκτός adv without
ἐκτός +gen prep apart from
ἐκτός +gen prep outside
ἐκφύω vb cause to sprout
ἐκφύω vb put forth
ἔλαιον, n s oil
ἔλαιον, n s olive oil
Ἐλαιών s Olive grove
ἐλαία, f s olive tree
Ἐλεισάβετ s Elizabeth
Ἐλεάζαρος s Eliezer
ἐλεέω vb have mercy on
ἐλεέω vb pity
ἐλμίζω vb hope
ἐλπίς, f s hope
ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς pron of myself
Ἐμμανουηλ s Emmanuel
Ἐμμαούς s Emmaus
ἔμπροσθεv adv before
ἔμπροσθεv adv in front
ἔμπροσθεv adv in the presence of
ἐμός adj belonging to me
ἐμός adj my
ἐν +dat prep in
ἕξ num six
ἐξ εὐωvύμων phrase on the left
ἔξεστι / ἔξεστιν impersonal vb it is lawful
ἐξομολογέω vb acknowledge
ἐξομολογέω vb admit
ἐξομολογέω vb agree out and out
ἐξομολογέω vb confess
ἐξομολογέω vb consent fully
ἐξουσία, f s authority
ἔξω adv outside
ἐξέλκω vb entice
ἐξέρχομαι vb go out
ἑξήκοντα num sixty
ἐπαγγελία, f s promise
ἔπαυλις s estate
ἔπαυλις s farm
ἐπερωτάω vb ask a question of
ἐπερωτάω vb interrogate
ἐπερωτάω vb question
ἐπιγραφή, f s inscription
ἐπιστολή, f s dispatch
ἐπιστολή, f s letter
ἐπιστρέφω vb return
ἐπιστρέφω vb turn
ἑπτά num seven
ἑπί +acc prep against
ἑπί +acc prep on
ἑπί +acc prep to
ἑπί +dat prep at
ἑπί +dat prep on the basis of
ἑπί +gen prep at the time of
ἑπί +gen prep on
ἑπί +gen prep over
ἑπί +gen prep upon
ἔργον, n s action
ἔργον, n s labour
ἔργον, n s work
ἔρημος adj abandoned
ἔρημος adj desert
ἔρημος adj deserted
ἔρημος adj desolate
ἔρημος, f s desert
ἐρημία, f s desert
ἐρημία, f s desert place
ἐρημόω vb bring to desolation
ἐρημόω vb destroy
ἐρημόω vb make desolate
ἐρημόω vb rob
ἐρημόω vb strip
ἐρημόω vb waste
ἔριον, n s wool
ἔριφος, m s goat
Ἑρμῆς s Hermes
ἐρυθρός adj red
ἔρχομαι vb come
ἐρίφιον, n s goat
ἐρίφιον, n s kid
ἐσθίω vb eat
ἔσχατος adj last
ἔτι adv still
ἔτι adv yet
ἕτοιμος adj prepared
ἕτοιμος adj ready
ἑτοιμάζω vb prepare
Εὔα s Eva
Εὕα s Eve
Εὔα s Eve
εὐαγγέλιοv, n s good news
εὐαγγέλιοv, n s gospel
εὐθέως adv immediately
εὐθέως adv straightway
εὐθύς adv immediately
εὐθύς adv straightway
εὐλογητός, m s blessed
εὑρίσκω vb find
Εὔτυχος s Eutychus
Εὐφράτης s Euphrates
Εὐφράτης s Euphrates River
εὐχαριστέω vb give thanks
Ἔφεσος, f s Ephesus
Ἐφραίμ s Ephraim
Ἐφέσιος adj Ephesian
Ἐφέσιος adj of Ephesus
ἐφ’ ὅσοv adv as long as
ἔχθρα, f s enmity
ἔχθρα, f s hostility
ἐχθρός, m s enemy
ἐχθές adv yesterday
ἔχιδνα, f s serpent
ἔχιδνα, f s snake
ἔχω vb have
ἕως adv until
ἕως adv up to
ἕως conj until
ἕως conj while
ἕως πότε; interrog how long?
ἕως πότε; interrog till what time?
ἕως πότε; interrog till when?
Ζαβουλών s Zebulon
Ζακχαῖος s Zacchaeus
Ζαρά s Zara
Ζαχαρίας s Zechariah
Ζεβεδαίος s Zebedee
Ζεύς s Zeus
ζητέω vb seek
ζωή, f s life
ζάω vb live
ζάω vb live
ζώνη, f s belt
ζώνη, f s girdle
ζώνη, f s purse
ζώνη, f s waistband
article the
conj or
conj than
ἡγεμονεύω vb govern
ἡγεμονία s authority
ἡγεμονία s rule
ἡγεμών s a Roman governor
ἡγεμών s governor
ἤδη adv already
ἥλιος, m s sun
ἧλος, m s nail
ἡμεῖς pron we
ἡμἑτερος adj belonging to us
ἡμἑτερος adj our
ἠμέρα, f s day
Ἡρῴδης, m s Herod
Ἠσαίας s Esaias
Ἠσαίας s Isaiah
θάνατος, m s death
Θαρά s Terah
Θαρά s Terah
Θαρά s Thara
θαυμάζω vb marvel
θαυμάζω vb wonder
θαυμάζω vb wonder at
θαυμάσιος adj wonderful
θεῖοv, n s brimstone
θεῖοv, n s sulpur
θεῖος adj divine
θειότης s divinity
θειώδης adj of brimstone
θειώδης adj sulpurous
θεός, m s god
θεραυπεύω vb heal
θεωρέω vb behold
θλῖψις, f s affliction
θλῖψις, f s distress
θλῖψις, f s persecution
θνήσκω vb be dead
θρόvος, m s king's throne
θρόvος, m s seat
θρόvος, m s throne
θυρίς, f s window
θυρίς, f s windowsill
Θυάτειρα s Thyatira
Θωμᾶς s Thomas
θάλασσα, f s lake
θάλασσα, f s sea
Θάμαπ s Tamar
Θάμαπ s Thamar
θάρσος, n s courage
θέλημα, n s will
θέλω vb be willing
θέλω vb wish
θέρμη, f s heat
θέρος, m s summer
θύρα, f s door
Ἰακώβ s Jacob
ἴαμα, n s curing
ἴαμα, n s healing
ἴασπις, f s jasper
ἴδιος adj belonging to one
ἴδιος adj belonging to one
ἵδιος adj one's own
ἴδιος adj one's own
ἴδιος adj one's own
ἵδιος adj one's own
ἴδιος adj personal
ἴδιος adj personal
ἴδιος adj private
ἴδιος adj private
ἰδού interj behold
ἰδού interj lo
Ἰεζάβελ s Jezabel
Ἱεπάπολις s Hierapolis
Ἱερειχώ s Hiericus
Ἱερειχώ s Jericho
Ἰερεχώ s Hiericus
Ἰερεχώ s Jericho
ἱερεύς, m s priest
Ἱεροσόλυμα, n s Jerusalem
ἱερόν, n s temple
Ἰησοῦς, m s Jesus
Ἰησοῦς, m s Joshua
ἱκαvός adj able
ἱκαvός adj considerable
ἱκαvός adj sufficient
ἱμάς, m s strap
ἱμάς, m s thong
ἱμάτιον, n s garment
ἵνα conj in order that
Ἰορδάνης s Jordan
Ἰουδαϊκός adj Jewish
Ἰουδαϊκός adj Judaic
Ἰουδαῖος, m s Jew
Ἰουδαϊσμός s Jewish religion
Ἰουδαϊσμός s Judaism
Ἰουδαία, f s Judea
ἵππος, m s horse
ἶρις, f s rainbow
Ἰσραήλ s Israel
Ἰστραήλ s Israel
ἰσχυρός adj strong
ἰσχυρότερος adj stronger
ἰσάγγελος adj like the angels
ἰχθύδιον, n s little fish
ἰχθύς, m s fish
Ἰωσήφ s Joseph
ἰῶτα s smallest Aramaic letter
ἰῶτα s yod
Ἰωάνης s John
Ἰωάννης s Johannes
Ἰωάννης s John
Ιάειρος s Jairus
Ἰάκωβος, m s James
κἀγώ =καὶ ἐγώ contraction I also
κἀγώ =καὶ ἐγώ contraction I too
κἀγώ =καὶ ἐγώ contraction me too
καθαρισνός, m s cleansing
καθαρισνός, m s purification
καθαρισνός, m s purifying
καθαρός adj clean
καθαρός adj pure
καθαρός adj unstained
καθέδρα, f s chair
καθέδρα, f s seat
καθήκει impersonal vb it is fitting
καθώς adv just as
καινός adj fresh
καινός adj new
καιρός, m s fitting season
καιρός, m s occasion
καιρός, m s opportunity
καιρός, m s season
καιρός, m s time
Καῖσαρ, m s Caesar
κἀκεῖ =καὶ ἐκεῖ contraction and there
κἀκεῖ =καὶ ἐκεῖ contraction and yonder
κἀκεῖθεν =καὶ ἐκεῖθεν contraction and from there
κἀκεῖθεν =καὶ ἐκεῖθεν contraction and thence
κἀκεῖνος =καὶ ἐκεῖνος contraction and he
κἀκεῖνος =καὶ ἐκεῖνος contraction and that
κακός adj bad
κακός adj evil
καλός adj beautiful
καλός adj good
καλός adj honourable
καλός adj noble
καλῶς adv honourably
καλῶς adv in a good place
καλῶς adv nobly
καλῶς adv well
καλέω vb call
κἄν =καὶ ἄν contraction and if
κἄν =καὶ ἄν contraction even if
κἄν =καὶ ἤν contraction and if
κἄν =καὶ ἤν contraction even if
Κανᾶ s Cana
Καππαδοκία, f s Cappadocia
καρδία, f s heart
καρπός, m s fruit
καταβαίvω vb go down
καταβολή, f s foundation
κατακλυσμός, m s flood
κατακλύζω vb flood over
κατακλύζω vb overwhelm
καταλυμα, n s inn
καταλυμα, n s lodging
κατά +acc prep according to
κατά +acc prep during
κατά +acc prep throughout
κατά +gen prep against
κατά +gen prep down from
κατά +gen prep throughout
κατάκειμαι vb keep my bed
κατάκειμαι vb lying ill
κατάκειμαι vb recline
κατέvαvτι adv in front
κατέvαvτι adv in front of
κατέvαvτι adv opposite
κατέvαvτι +gen prep in front of
κατέvαvτι +gen prep opposite
κατέρχομαι vb come down
κατέρχομαι vb go down
Καφαρναούμ s Capernaum
Καφαρναούμ s Capharnahum
καί conj also
καί conj and
καί conj even
καί ... καί conj both ... and
Κεvχρεαί s Cenchreae
κεθαλή γωνίας phrase corner stone
κελεύω vb command
κεφαλή, f s head
κῆvσος, m s poll tax
κῆπος, m s garden
κηπουρός, m s keeper of a garden
κῆρυξ, m s herald
κῆρυξ, m s proclaimer
κηρίον, n s honeycomb
κηρύσσω vb preach
κηρύσσω vb proclaim
κῆτος, m s huge sea fish
κῆτος, m s sea monster
Κηφᾶς s Cephas
κιβωτός, f s Ark
κιθάρα, f s harp
Κιλικία, f s Cilicia
Κλαυδία s Claudia
Κλαύδιος, m s Claudius
Κλεόπας s Cleopas
κλῆμα, n s branch
κληρονομέω vb inherit
κληρονομέω vb obtain by inheritance
κληρονομέω vb possess by inheritance
Κλωπᾶς s Clopas
κλάδος, m s branch
κλάδος, m s tree branch
Κλήμης s Clemens
Κλήμης s Clement
Κνίδος s Cnidus
κοδράντης s quadrans
κοδράντης s smallest Roman coin
Κολοσσαί, f s Colossae
κολάζω vb punish
Κορέ s Korah
κόσμος, m s world
κρατέω vb lay hold of
κρατέω vb obtain
κρατέω vb take possession of
κρείσσων adj better
Κρῖσπος s Crispus
κριτής, m s judge
κρυφῆ adv in secret
κρυφῆ adv secretly
Κρήσκης s Crescens
Κρήτη, f s Crete
κρίvω vb judge
κρίνον, n s lily
κρίσις, f s judgement
κτίσις s creation
κτίσις s creature
κτίσις s institution
κυλλός adj maimed
Κυρήvιος s Quirinius
Κυρήνη, f s Cyrene
Κῶς, f s Cos
Κωσάμ s Cosam
κάμηλος, m s camel
κάμηλος, m s dromedary
κήρυγμα, n s proclamation
κύκλος, m s circle
κύκλῳ adv in a circle
κύκλῳ adv round about
κύμβαλον, n s cymbal
Κύπρος, f s Cyprus
κύριος, m s lord
κύων, f s dog
κύων, m s dog
κόλασις, f s punishing
κόλασις, f s punishment
κόπος, m s labour
κόπος, m s labourous toil
κόπος, m s toil
κόπος, m s trouble
Κόρινθος, f s Corinth
κώμη, f s village
κώνωψ, m s gnat
κώνωψ, m s mosquito
λαῖλαψ s squall
λαῖλαψ s sudden storm
λαλέω vb speak
λαμβάνω vb receive
λαμβάνω vb take
λαμπρῶς adv sumptuously
λαξευτός adj hewn
λαξευτός adj hewn out of rock
Λαοδίκεια s Laodicea
λαός, m s people
λέγω vb say
λέγω vb say
λεπρός adj leper
λεπρός adj leprous person
λεπτόv, n s mite (money)
λεπτόv, n s small piece of money
λευειτικός adj levitical
λευειτικός adj of the Levi tribe
Λευεί s Levi
Λευείς s Levi
λευείτης, m s levite
λευκαίνω vb whiten
λευκοβύσσινος adj of white fine linen
λευκός adj white
λείπω vb leave
λῆρος, m s folly
λῆρος, m s idle talk
λῆρος, m s nonsense
Λιβύη, f s Libya
λιθοβολέω vb stone
λίθος, m s stone
λιθόστρωτος adj paved with stone
λιθάζω vb stone
λόγος, m s discourse
λόγος, m s saying
λόγος, m s speech
λόγος, m s utterance
λόγος, m s word
λοιποί, m pl s rest
Λουκᾶς s Lucas
Λουκᾶς s Luke
Λούκιος s Lucius
Λυσαvίας s Lysanias
Λυσίας s Lysias
λύω vb break
λύω vb destroy
λύω vb loose
Λωίς s Lois
Λάζαρος s Eliezer
Λάζαρος s Lazarus
λάθρᾳ adv secretly
λάθρα adv secretly
Λάμεχ s Lamech
λάρυγξ s throat
λάχανον, n s vegetable
λέπρα, f s leprosy
Λέσβος, f s Lesbos
λέων, m s lion
λήθη, f s forgetfulness
λίαν adv exceedingly
λίαν adv very
λίαν adv very much
λίθινος adj made of stone
λίμνη, f s lake
λίμός, m s famine
λίνον, n s flax
λίνον, n s linen
Λίνος s Linus
μαγία s magic
μαγία s sorcery
Μαγώγ s Magog
Μαδιάμ s Madiam
Μαδιάμ s Midian
μαθητής, m s disciple
μαθητής, m s learner
μαθητής, m s pupil
Μαθουσάλα s Methuselah
μαθήτρια, f s woman disciple
μακρός adj distant
μακρός adj long
μακάριος adj blessed
μᾶλλον adv more
μᾶλλον adv rather
μανθάνω vb learn
μανία, f s raving madness
Μαριά, f s Mary
Μαριάμ, f s Miriam
μαρτυρέω vb bear witness
μαρτυρέω vb witness
μαρτυρία, f s witness
μαρτυρία, f s witnessing
μεγεθος, n s greatness
μεγάλως adv greatly
Μελιτήνη s Malta
Μελίτη s Malta
μένω vb abide
μένω vb remain
μένω vb wait
Μεσοποταμία, f s Mesopotamia
μετά +acc prep after
μετά +gen prep with
μετανοέω vb change my mind
μετανοέω vb change the inner man
μετανοέω vb repent
μεταξύ adv between
μεταξύ adv betwixt
μεταξύ +gen prep between
μεταξύ +gen prep betwixt
μετάvοια s change of inner person
μετάvοια s change of mind
μείζων adj greater
μηκέτι adv no longer
μηρός, m s thigh
μῖγμα, n s mixture
μικρός adj little
μικρός adj small
μισθωτός adj hired
μισέω vb hate
Μιχαήλ s Michael
Μιχαήλ s Michahel
μνῆμα, n s monument
μνῆμα, n s tomb
μνημεῖον, n s monument
μνημεῖον, n s tomb
μνηστεύω vb betroth
μόνον adv only
μυστήριον, n s mystery
μωρολογία, f s foolish talking
μωρία, f s foolishness
μωρός adj foolish
μωρός, m s fool
Μωυσῆς s Moses
μάμμη, f s grandmother
μάννα s manna
μέγας adj great
μέγας adj large
μέλας adj black
μέλας adj dark
μέλι, n s honey
μέχρι conj as far as
μέχρι conj until
μέχρις conj as far as
μέχρις conj until
μή adv not
μή conj in order that ... not
μή conj lest
μήν, m s month
μήτηρ, f s mother
μήτρα, f s womb
Μίλητος, f s Miletus
μώλωψ s weal
Ναζαρά s Nazareth
Ναζαρέτ s Nazareth
Ναθαναήλ, m s Nathanael
Ναθαναήλ, m s Nathanahel
Ναθάμ s Nathan
Ναιμάν s Naaman
ναί adv yes
Ναίμ s Nain
Ναίν s Nain
νεκρός adj dead
νεφέλη, f s cloud
νῆσος, f s island
νησίον s islet
νησίον s little island
νησίον s small island
νομοδιδάσκαλος, m s one learned in the Law
νομοδιδάσκαλος, m s teacher of the Law
νομοθεσία, f s legislation
νόμος, m s law
νυμφίος, m s bridegroom
νυμφών s wedding chamber
νῦν adv now
Νάρκισσος s Narcissus
νή +acc prep by
Νύμφα, f s Nympha
νύμφη, f s bride
νύνφη, f s bride
νύξ, f s night
νόθος, m s bastard
νόθος, m s illegitimate son
νόμισμα, n s coin
ξένος adj foreign
ξένος adj strange
ξένος adj unusual
article the
ὄvομα, n s name
ὅδε, ἥδε pron this
ὀδούς, m s tooth
ὁδός, f s road
ὁδός, f s way
οἶδα vb think
οἶκος, m s house
οἰκουμένη, f s the inhabited world
οἰκουμένη, f s the Roman world
οἰκία, f s house
οἰνοπότης, f s excessive wine drinker
οἶνος, m s wine
ὅλος adj all
ὅλος adj whole
ὀλίγος adj few
ὀλίγος adj little
ὀλίγος adj scanty
ὀλίγος adj small
ὅπου adv where
ὀργή, f s anger
ὀργή, f s passion
ὀργή, f s settled feeling of anger
ὀργή, f s wrath
ὀργίζομαι vb be angry
ὄρνεον, n s bird
ὄρνις, f s bird
ὄρνις, m s bird
Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, n s Mount of Olives
ὄρος, n s mountain
ὁράω vb see
ὁράω vb see
ὅς, ἥ pron which
ὅς, ἥ pron who
ὀσμή, f s odour
ὅστις, ἥτις pron whatever
ὅστις, ἥτις pron whichever
ὅστις, ἥτις pron whoever
ὀσφύς, f s loin
ὀσφύς, f s loins
ὀσφύς, f s middle
ὅταν adv as often as
ὅταν adv whenever
ὅταν adv whensoever
ὅτε adv when
ὅτι conj because
ὅτι conj that
οὐ adv no
οὐ adv not
οὔ interj no
οὐδείς adj no one
οὐδείς adj no one
οὐδείς adj no one
οὐδείς adj not one
οὐδείς adj nothing
οὐδείς adj nothing
οὐδέ conj and not
οὐδέ conj nor
οὐδέ conj not even
οὐδέ ... οὐδέ conj neither ... nor
οὐδέν adj nothing
οὐθείς adj no one
οὐθείς adj not one
οὐκέτι adv no longer
οὐκέτι adv no more
οὖν conj accordingly
οὖν conj therefore
οὔπω adv not yet
οὐρανός, m s heaven
οὗτος, οὗτη pron this
οὕτως adv so
οὕτως adv thus
ὄφις, f s serpent
ὀφέ adv late
ὀχετός, m s water-pipe
ὄχλος, m s crowd
ὄχλος, m s mob
ὄχλος, m s multitude
ὀχύρωμα, f s bastion
ὀχύρωμα, f s bulwark
ὄψις, f s face
ὄψις, f s features
ὄψις, f s outward appearance
ὀψία, f s early evening
πvεῦμα, n s spirit
παιδίον, n s little child
πάλιν adv again
πάλιν conj again
πανδοχεῖοv, n s hotel
πανδοχεῖοv, n s inn
πανδοχεῖοv, n s khan
παραβολή, f s a similitude
παραβολή, f s allegory
παραβολή, f s emblematic allusion
παραβολή, f s parable
παραγίνομαι vb arrive
παραγίνομαι vb become present
παραγίνομαι vb come
παραδίδωμι vb deliver over
παραδίδωμι vb hand over
παρακαλέω vb beseech
παρακαλέω vb comfort
παρακαλέω vb encourage
παρακαλέω vb exhort
παραλαμβάvω vb receive
παραλαμβάvω vb take along
παρθενία, f s maidenhood
παρθενία, f s virginity
παρθένος, f s maiden
παρθένος, f s virgin
Παρμενᾶς s Parmenas
παρά +acc prep alongside of
παρά +dat prep beside
παρά +dat prep in the presence of
παρά +gen prep from
παράλιος, f s coast country
πᾶς adj all
πᾶς adj every
πᾶς adj every kind of
πατριά, f s family
πατριά, f s lineage
πατριά, f s tribe
πατήρ, m s father
Παῦλος, m s Paul
Παῦλος, m s Paulus
πειvάω vb hunger
Πειλᾶτος s Pilate
Πειλᾶτος s Pilatus
πειράζω vb attempt
πειράζω vb tempt
πέμπω vb send
πενθερά, f s mother-in-law
πενθερός, m s father-in-law
πενιχρός adj poor
πεντακισχίλιοι adj five thousand
περιπατέω vb walk
περιστερά, f s dove
περί +acc prep around
περί +gen prep about
περί +gen prep concerning
περίχωρος adj neighbouring
περίχωρος, f s neighbourhood
περίχωρος, f s neighbouring country
περίχωρος, f s surroundings
πετεινόν, n s bird
πετεινός adj flying
πετρώδης adj rocky
πείθω vb persuade
πηγή, f s fountain
πηγή, f s spring
πηγή, f s well
πηδάλιον, n s helm
πηδάλιον, n s rudder
πηλίκος phrase how great
πηλίκος phrase how large
πηλός, m s clay
πηλός, m s mud
πῆχυς, m s cubit
πῆχυς, m s forearm
πικρῶς adv bitterly
πικρός adj bitter
Πισιδία s Pisidia
πιστεύω vb believe
πιστικός adj genuine
πιστικός adj pure
πιστός adj faithful
πιέζω vb press down
πλείων adj more
πληρόω vb fill
πληρόω vb fulfil
πλησίον adv near
πλησίον adv neighbourly
πλησίον, m s neighbour
πλοῖον, n s boat
πλουσίως adv lavishly
πλουσίως adv richly
πλούσιος adj rich
πλούσιος adj wealthy
πλήν conj but
πλήν conj however
πλήν conj nevertheless
πλήν ὅτι conj except that
πλήν ὅτι conj save that
πλήρης adj full
πλήρης adj full
πλήρωμα, n s fill
πλήρωμα, n s full complement
πλήρωμα, n s fullness
πλήρωμα, n s supplement
πλήρωμα, n s supply
πλύνω vb wash
πνικτός adj strangled
πνοή, f s breath
πνοή, f s breeze
πνοή, f s gust
πνοή, f s wind
ποvηρός adj evil
ποιμήν, m s shepherd
ποιέω vb do
ποιέω vb make
πολεμέω vb carry on war
πολεμέω vb war
πολλάκις adv frequently
πολλάκις adv oft
πολλάκις adv often
πολυτελής adj costly
πολυτελής adj expensive
πολυτελής adj precious
πολυτελής adj valuable
πολύτιμος adj costly
πολύτιμος adj expensive
πολύτιμος adj precious
πολύτιμος adj valuable
Ποντικός adj belonging to Ponyus
πορεύομαι vb depart
πορεύομαι vb go
πορεύομαι vb journey
πορεύομαι vb travel
πορνεία, f s fornication
πορνεία, f s habitual immorality
ποσάκις; interrog how many times?
ποσάκις; interrog how often?
ποταπός adj large
ποταπός; interrog from what country?
ποταπός; interrog how fashioned?
ποταπός; interrog of what sort?
ποῦ; interrog to what place?
ποῦ; interrog where?
ποῦ; interrog whither?
ποίημα s creation
ποίημα s handiwork
ποίημα s workmanship
ποίμνη, f s flock
ποίμνη, f s herd
ποίμνιον, n s a little flock
πούς, m s foot
προβάτιον, n s little sheep
πρός +acc prep to
πρὸς καιρόν phrase for a time
προσεύχομαι vb pray
προσκυvέω vb worship
προσφέρω vb bring to
προσέρχομαι vb come to
προφήτης, m s prophet
προφητικός adj prophetic
προφῆτις, f s prophetess
πρωτοκαθεδρία s chief chair
πρωτοκαθεδρία s chief seat
πρωτοκαθεδρία s chief stall
πρωτοκαθεδρία s most honourable seat
πρωτοκλισία s chief reclining-place
πρῶτος adj first
πρίν adv before
πρίν conj before
πρό +gen prep before
πρό +gen prep earlier than
πρό +gen prep in front of
πρόβατον, n s sheep
πρόσωποv, n s face
πτύσμα s spittle
πῦρ, n s fire
πυρετός, m s fever
πυρέσσω vb have fever
πυρέσσω vb suffer from fever
πῶς; interrog how?
πῶς; interrog in what manner?
πάλαι adv long ago
πάσχα, f s feast of passover
πάσχα, f s pascal meal
πάσχα, n s paschal lamb
πάσχω vb experience
πάσχω vb suffer
Πάταρα s Patara
Πάτμος s Patmos
Πάφος s Paphos
πέντε num five
πέτρα, f s native rock
πέτρα, f s rock
πέτρα, f s solid rock
Πέτρος, m s Peter
πήγανον, n s rue
πήγνυμι vb erect
πήγνυμι vb fix
πήγνυμι vb pitch
πήρα, f s bag
πήρα, f s collecting bag
πήρα, f s travelling bag
πήρα, f s wallet
πίμπλημι vb fill
πίνω vb drink
πίπτω vb fall
πίπτω vb fall
πίστις, f s belief
πίστις, f s faith
πίστις, f s trust
πόθεν; interrog from what place?
πόθεν; interrog how?
πόθεν; interrog whence?
πόλεμος, m s battle
πόλεμος, m s war
πόλις, f s city
πόλις, f s city state
πόμα, n s drink
Πόντιος s Pontius
Πόντος s Pontus
Πόπλιος s Publius
Πόρκιος s Porcius
πόρνη, f s harlot
πόρνη, f s prostitute
πόρνος, m s fornicator
πόρνος, m s male prostitute
πόσος; interrog how great?
πόσος; interrog how large?
πόσῳ; interrog by how much?
πόσῳ; interrog how much?
πότε; interrog at what time?
πότε; interrog when?
ρῆμα, n s spoken word
ρῆμα, n s utterance
ρῆμα, n s word
Ρούθ, f s Ruth
ράβδος, f s rod
ράβδος, f s staff
Ρώμαϊστί phrase in Latin
Ρώμη, f s Rome
Σαδδουκαῖος, m s Sadducee
Σαδδουκαῖος, m s Zadokite priest
Σαλήμ, n s Jerusalem
Σαλήμ, n s Salem
Σαλώμη, f s Salome
Σαμαρειτίς, f s Samaritan woman
Σαμαρείτης, m s Samaritan
Σαμάρεια, f s Samaria
σανδάλιον, n s open-work shoe
σανδάλιον, n s sandal
σανδάλιον, n s sandals
σανδάλιον, n s shoe
Σαούλ s Saul
Σαῦλος, m s Saul
σεαυτοῦ pron yourself
σεαυτοῦ, σεαυτῆς pron of yourself
Σεβαστός, m s Augustus
σελήνη, f s moon
σητόβρωτος adj moth-eaten
Σιvά s Sinai
Σιδώv s Sidon
σιτομέτριον, n s measure of corn
σῖτος, m s corn
σιτίοv, n s bread
σιτίοv, n s food made of corn
σκῆvος, m s tent
σκηvή, f s hut
σκηvή, f s tent
σκιά, f s darkness
σκιά, f s shade
σκιά, f s shadow
σκορπίος, m s scorpion
σκοτεινός adj dark
σκοτεινός adj without light
σκοτία, f s darkness
σκέλος, n s leg
σκήνωμα, f s tent
σκότος, m s darkness
σμάραγδος, f s emerald
Σμύρνα, f s Smyrna
σοκομορέα, f s sycamore tree
Σουσάννα, f s Susannah
σπαράσσω vb throw on the ground
σπεῖρα, f s cohort
σπείρω vb sow
σποδός, m s ashes
σπορά, f s seed
σπήλαιον, n s cave
σπόγγος, m s sponge
σπόρος, m s seed
σταυρός, m s cross
σταυρόω vb crucify
σταφυλή, f s grape
στεῖρα, f s a barren woman
στεῖρα, f s a childless woman
στενός adj narrow
στολή s long robe
στρατιώτης, m s soldier
συvάγω vb assemble
συvάγω vb collect
συvάγω vb gather together
συγγεvίς s kinswoman
συκῆ, f s fig tree
σῦκοv, n s fig
Συμεών s Simon
συμφωvία, f s bagpipes
συμφωvία, f s music
συμφωvία, f s symphony
συναγωγή, f s synagogue
συνέρχομαι vb come together
Συρία, f s Syria
σχεδόν adv almost
σχεδόν adv nearly
σχῆμα, n s fashion
σχῆμα, n s form
σχολή, f s lecture hall
σχολή, f s school
σχίζω vb cleave
σχίζω vb divide
σχίζω vb rend
σχίζω vb split
σχίζω vb tear
σχίσμα, n s cleavage
σχίσμα, n s cleft
σχίσμα, n s division
σχίσμα, n s rent
σχίσμα, n s schism
σχίσμα, n s split
σῶμα, n s body
σωτήρ, m s preserver
σωτήρ, m s rescuer
σωτήρ, m s savior
σωτήρ, m s saviour
σάββατον, n s Sabbath
σάκκος, m s sackcloth
σάκκος, m s sacking
σάρξ, f s flesh
σής, m s moth
Σίμων s Simon
σύ pron you
σύv +dat prep with
σύγχυσις, f s confusion
σύγχυσις, f s disturbance
Σόδομα s Sodom
σός adj belonging to thee
σός adj belonging to you
σός adj thy
σός adj your
σώζω vb save
σώζω vb save
σώφρων adj wiser
Ταβειθά s Tabitha
ταλειθά s maiden
ταξίαρχος, m s division commander
ταξίαρχος, m s texiarch
ταῦρος, m s bull
ταῦρος, m s ox
ταχύ adv quickly
ταχύ adv speedily
ταχύς adj quick
τεῖχος, m s wall
τέκνον, n s child
τεκνίον, n s little child
τελώνης, m s collector of customs
τελώνης, m s receiver of customs
τελώνης, m s revenue official
τελώνης, m s tax gatherer
τεσσαράκοντα num forty
τηρέω vb keep
Τιβεριάς s Tiberias
Τιβέριος s Tiberius
τιμάω vb honour
τις, τι pron a certain one
τις, τι pron a certain thing
τις, τι pron anyone
τις, τι pron anything
τις, τι pron someone
τις, τι pron something
τίς; interrog which?
τίς; interrog who?
τίς; interrog why?
τόπος, m s place
τρεῖς num three
τροφή, f s food
τροφή, f s nourishment
τροφή, f s sustenance
τράπεζα, f s table
τρίβολος s thistle
τρίβος, f s path
τρίβος, f s track
τρίβος, m s path
τρίβος, m s track
τρίχινος adj hairy
τρίχινος adj made of hair
τυφλός, m s blind man
τάλαντον, n s talent
τάξις, f s arrangement
τάξις, f s division
τάξις, f s line of battle
τάξις, f s order
τάξις, f s position
τάφος, m s sepulchral monument
τάφος, m s tomb
τάχα adv perhaps
τάχος, n s quickness
τέλος, n s consummation
τέλος, n s end
τέλος, n s final end
τέλος, n s fulfilment
Τέρτιος s Tertius
Τέρτυλλος s Tertullus
τέσσαρες num four
τέταρτος num fourth
τίθημι vb place
τίθημι vb put
τίνω vb pay
τίτλος, m s inscription
Τύριος adj inhabitant of Tyre
Τύρος s Tyre
τό article the
τότε adv then
ὕαλος, f s glass
ὕδωρ, n s water
υἱός, m s son
ὑμεῖς pron you
ὕμνος, m s hymn
ὑμέτερος adj belonging to you
ὑμέτερος adj your
ὑποκάτω adv underneath
ὑποστρέφω vb return
ὑπέρ +acc prep above
ὑπέρ +gen prep in behalf of
ὑπό +acc prep under
ὑπό +gen prep by
ὑπόδημα, n s sandal
ὑπόδημα, n s shoe
ὓστερον adv afterwards
ὓστερον adv later
ὓστερος adj later
ὑάλινος adj glassy
ὑάλινος adj of glass
ὑάλινος adj transparent as glass
φανερόω vb make manifest
φανερόω vb manifest
φαρισαῖος, m s Pharisee
φέρω vb bear
φέρω vb bear
φέρω vb bring
φέρω vb carry
φημί vb say
φημί vb say
φιλέω vb love
φιμόω vb muzzle
φιμόω vb silence
φιμώθητι interj be quiet
Φλέγων s Phlegon
φοβερός adj fearful
φοβερός adj terrible
φοβέομαι vb fear
Φοινίκα s Pheonice
Φοινίκα s Phoenicia
φορτίον, n s burden
φορτίον, n s cargo
Φοίβη s Pheobe
φρονίμος adj prudent
φρονίμος adj sensible
φρονίμος adj wise
φυλακή, f s guard
φυλακή, f s prison
φυλάσσω vb guard
φυλάσσω vb protect
φυλή, f s tribe
φωνή, f s voice
φωνέω vb crow
φωνέω vb give forth a sound
φωνέω vb shout
φωνή, f s sound
φωνή, f s voice
φάτνη, f s feed trough
φάτνη, f s manger
φέγγος, n s beam
φέγγος, n s light
φέγγος, n s ray
Φίλιππος, m s Philip
φύλλον, n s leaf
φόβητρον, n s bugbear
φόβητρον, n s instrument of terror
φόβητρον, n s object of fear
φόβος, m s fear
φόβος, m s terror
φόρον, n s forum
φόρον, n s market
φόρον, n s marketplace
χαῖρε interj hail
Χαναάν s Canaan
Χαρράν s Haran
χαρά, f s joy
χαίρω vb rejoice
χερουβείν s cherubim
χείρ, f s hand
χείρωv adj worse
χιών, f s snow
χλωρός adj grass-green
χλωρός adj yellow
Χριστός, m s annointed one
Χριστός, m s Christ
Χριστός, m s Jesus
Χριστός, m s Messiah
χρυσός, m s gold
χωλός adj lame
χωρίς adv apart from
χάρτης s paper
χάρτης s papyrus
χάρων, f s grace
χήρα, f s widow
χόρτος, m s grass
χόρτος, m s hay
χώρα, f s country
χώρα, f s district
χώρα, f s region
χώρα, m s skin
ψαλμός, m s psalm
ψευδαπόστολος, m s false apostle
ψευδάδελφος, m s false brother
ψευδής adj false
ψευδής adj untrue
ψιχίον, n s crumb
ψυχή, f s life
ψυχή, f s soul
ὧδε adv here
ὧδε adv hither
ὠδή, f s song
ὤν pres part being
ὥρα, f s hour
ὡς adv about (with numbers)
ὡς adv as
ὥσπερ adv as
ὥσπερ adv even as
ὥστε adv so as
ὥστε adv so that
ὥστε conj and so
ὥστε conj consequently
ὥστε conj so as to
ὥστε conj so that
ὥστε conj therefore
ὠόv, n s egg